-
1 σχετικά
σχετικόςof: neut nom /voc /acc plσχετικά̱, σχετικόςof: fem nom /voc /acc dualσχετικά̱, σχετικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 σχετικά
επίρρ. относительно, сравнительно; в отношении; по отношению к...;σχετικά με κάτι — в связи с чём-л.; — относительно чего-л.; — сравнительно с чём-л.
-
3 σχετικά
[схэтика] яф. относительно (чего-либо),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σχετικά
-
4 σχετικά
[схэтика] яф. относительно (чего-либо). -
5 σχετικά
(...)e oranla, göre, kıyasla -
6 σχετικά
relativement -
7 σχετικά
względnie przysł. -
8 σχετικά
1) poměrně2) relativně -
9 σχετικά
relativelyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σχετικά
-
10 όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με..
arran de..Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με..
-
11 относительно
σχετικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > относительно
-
12 relativement
σχετικά -
13 poměrně
σχετικά -
14 relativně
σχετικά -
15 relatively
σχετικά -
16 względnie
σχετικά -
17 σχετικάς
σχετικά̱ς, σχετικόςof: fem acc pl -
18 nispeten
σχετικά, κατ' αναλογία προς -
19 temizce
σχετικά καθαρός -
20 сравнительно
сравнительно 1) συγκριτικά, σε σύγκριση με, σχετικά με 2) (относительно ) σχετικά* * *1) συγκριτικά, σε σύγκριση με, σχετικά με2) ( относительно) σχετικά
См. также в других словарях:
σχετικά — σχετικός of neut nom/voc/acc pl σχετικά̱ , σχετικός of fem nom/voc/acc dual σχετικά̱ , σχετικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουτσοπίνω — (σχετικά με κρασί) πίνω σιγά σιγά, λίγο λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + πίνω] … Dictionary of Greek
μαρσάρω — (σχετικά με αυτοκίνητο) πατώ απότομα και επίμονα γκάζι, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. march er «προχωρώ, βαδίζω» + κατάλ. άρω (πρβλ. καμουφλάρω, σκορ άρω)] … Dictionary of Greek
ξαναχωνεύω — (σχετικά με μέταλλα) τήκω πάλι, αναχωνεύω … Dictionary of Greek
ξεκουκιάζω — (σχετικά με φυτά) βγάζω τα σπέρματα από τον καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κοκκίζω (αόρ. εξ εκόκκισα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος και κώφωση τού ο σε ου , κατά τα ρ. σε –ιάζω (βλ. και λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek
ξεκουκουδίζω — (σχετικά με φυτά) αφαιρώ τον πυρήνα καρπού, βγάζω τα κουκούτσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κούκουδο «κόκκος, κουκούτσι»] … Dictionary of Greek
σχετικάς — σχετικά̱ς , σχετικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek